-
1 μέρους
μέροςshare: neut gen sg (attic epic doric) -
2 μέρους
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μέρους
-
3 μέρος
μέρος, ους, τό (Pind., Hdt.+).① part, in contrast to the wholeⓐ gener. (Ocellus Luc. c. 12 τὸ πᾶν ἢ μέρος τι τοῦ παντός; Alex. Aphr., An. II 1 p. 13, 16 μ. ἐν ὅλῳ; Gen 47:24; Philo, Spec. Leg. 3, 189 τ. ὅλου κ. τῶν μερῶν al.; Ath. 12, 3 μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς τὸ πᾶν … δοκιμάζουσιν) w. the gen. of the whole τὸ ἐπιβάλλον μ. τῆς οὐσίας the part of the property that falls to me Lk 15:12 (SIG 346, 36 τὸ μέρος τὸ ἐπιβάλλον; 1106, 80). μ. τι τοῦ ἀγροῦ a part of the field Hs 5, 2, 2. δύο μέρη τῆς ῥάβδου two thirds of the stick (Thu. 1, 104, 2 τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν πρὸς τὸ τρίτον μέρος; SIG 975, 24f) Hs 8, 1, 12f; cp. 8, 5, 3ff; 8, 8, 4; 8, 9, 1. τὸ πλεῖστον μ. αὐτῶν 8, 2, 9; cp. 9, 7, 4 and 8, 1, 16. τὰ λοιπὰ μ. 8, 1, 15. Also without gen., when it is plain fr. the context how much of a contrast betw. part and whole is involved μὴ ἔχον μέρος τι σκοτεινόν with no dark part Lk 11:36; cp. J 19:23 (Jos., Ant. 1, 172 μέρη τέσσαρα ποιήσαντες); Ac 5:2; Rv 16:19; Hv 4, 3, 4f. Of the Christians ἐκλογῆς μ. a chosen portion fr. among all humankind 1 Cl 29:1.ⓑ specialized usesα. component, element τινὰ μέρη ἔχουσιν τ. ἀνομίας they still have certain elements of lawlessness Hv 3, 6, 4b.β. of parts of the body (Diod S 32, 12, 1 τὰ τοῦ σώματος μέρη; Dio Chrys. 16 [33], 62; Plut., Mor. 38a μ. τ. σώματος; Artem. 3, 51 al.; Herodian 8, 4, 10; PRyl 145, 14 [38 A.D.]; PGM 4, 2390; 2392; Tat. 16, 1) fig., of the body whose head is Christ Eph 4:16 (on the text s. μέλος 2; for the idea σῶμα, end).γ. τὰ μέρη the parts (of a geographical area), region, district (Herodian 6, 5, 7; Jos., Ant. 12, 234; B-D-F §141, 2; s. Rob. 408) τῆς Γαλιλαίας Mt 2:22. τὰ μ. τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην Ac 2:10; cp. 20:2. Also of a district in or around a city (cp. UPZ 180b, 8 [113 B.C.] οἰκίας τῆς οὔσης ἐν τῷ ἀπὸ νότου μέρει Διὸς πόλεως) τὰ μ. Τύρου καὶ Σιδῶνος the district of Tyre and Sidon Mt 15:21; cp. 16:13; Mk 8:10; J 6:1 D; Ac 7:43 D. τὰ ἀνωτερικὰ μέρη the upper (=inland) regions, interior (cp. PHamb 54 I, 14 τὰ ἄνω μέρη of the upper Nile valley) Ac 19:1.—Eph 4:9 (s. κατώτερος).δ. side (Diod S 2, 9, 3 ἐφʼ ἑκάτερον μέρος=on both sides; Ex 32:15; 1 Macc 9:12; TestJud 5:4; Ath. 1, 4 τὸ ἕτερον … τῆς κεφαλῆς μέρος) Hs 9, 2, 3. τὰ δεξιὰ μ. on the right side, τὰ ἀριστερὰ μ. on the left side v 3, 1, 9; 3, 2, 1. Of a vessel τὰ δεξιὰ μ. τοῦ πλοίου the right side of the boat (as the lucky side? cp. Il. 12, 239; 13, 821 of a bird of omen) J 21:6 (of a body part POxy 3195, II 40, 43 [331 A.D.]). τὰ ἐξώτερα μ. τῆς οἰκοδομῆς the outside of the building Hs 9, 9, 3.—New Docs 3, 75.ε. piece ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος a piece of broiled fish Lk 24:42.—μ. τι λαμβάνειν take a portion Hv 3, 1, 6.ζ. party (Jos., Bell. 1, 143; POxy 1278, 24; PFlor 47, 17; PLond III, 1028, 18 p. 277 [VII A.D.] τοῦ πρασίνου μέρους=‘of the green party’) Ac 23:6. τινὲς τ. γραμματέων τ. μέρους τ. Φαρισαίων vs. 9.η. branch or line of business (cp. PFlor 89, 2 after Preisigke, Berichtigungsliste 1922, 147 τὰ μέρη τῆς διοικήσεως=‘the branches of the administration’) Ac 19:27.θ. matter, affair (Menand., Epitr. 234 S. [58 Kö.], Per. 297 S. [107 Kö.]; Diod S 2, 27, 1; Περὶ ὕψους 12, 5 [μέρη=objects]; Jos., Ant. 15, 61 τούτῳ τῷ μέρει; PRyl 127, 12 [29 A.D.] ἀναζητῆσαι ὑπὲρ τοῦ μέρους=‘begin an investigation concerning the matter’) ἐν τούτῳ τῷ μέρει in this case, in this matter (cp. Polyb. 18, 18, 2 τ. πίστιν ἐν τούτῳ τῷ μέρει διαφυλάττειν) 2 Cor 3:10; 9:3 (s. also ἐν μέρει in c below). Cp. 1 Pt 4:16 v.l.ⓒ used w. prepositions: ἀνὰ μέρος one after the other, in succession (s. ἀνά 2) 1 Cor 14:27.—ἀπὸ μέρους in part (Dio Chrys. 28 [45], 3; Ael. Aristid. 32, 4 K.=12 p. 135 D.; Ptolem., Apotel. 2, 10, 2; Epict. 1, 27, 17 διʼ ὅλων ἢ ἀ. μ.; PRyl 133, 17; BGU 1201, 15 [2 A.D.]; PTebt 402, 2; POxy 1681, 9; Just., A II, 10, 8 Χριστῷ … τῷ … ἄ. μ. γνωσθέντι) πώρωσις ἀ. μ. a partial hardening Ro 11:25. τολμηρότερον … ἀ. μ. very boldly on some points 15:15. καθὼς ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀ. μ. as you have understood us in part 2 Cor 1:14. Also for a while: ἀ. μ. ἐμπλησθῆναί τινος enjoy someone’s company for a while Ro 15:24; cp. 2 Cor 2:5 in some degree.—ἐκ μέρους in part, individually (Ael. Aristid. 54 p. 695 D.; 698; SIG 852, 30 … ὅλη, ἐκ μέρους δέ … ; PLond III, 1166, 14 p. 105 [42 A.D.]; BGU 538, 33; PRyl 233, 6; Philo, Mos. 2, 1 al.) individually 1 Cor 12:27. ἐκ μ. γινώσκειν know in part 13:9a, 12; cp. vs. 9b. τὸ ἐκ μ. what is ‘ in part’ = imperfect vs. 10.—ἐν μέρει in the matter of, with regard to (Antig. Car. 24; Diod S 20, 58, 5; Plut., Mor. 102e; Horapollo 1, 57 ἐν τροφῆς μέρει=‘as food’; GDI 5185, 30 [Crete] ἐν χάριτος μέρει; Philo, Det. Pot. Ins. 5 ἐν μέρει λόγου al.) ἐν μέρει ἑορτῆς with regard to a festival Col 2:16 (cp. ApcrEzk [Epiph. 70, 14] ἐν τῷ μέρει τῆς ἀδυναμίας ‘in connection with my disability’. See bθ above).—κατὰ μέρος part by part, in detail (ins [s. SIG ind. IV p. 444a]; PTebt 6, 24) περὶ ὧν οὐκ ἔστιν νῦν λέγειν κατὰ μέρος (κ. μ. of the detailed treatment of a subj. as Pla., Theaet. 157b, Soph. 246c; Polyb. 1, 4, 6; 3, 19, 11; 3, 28, 4; 10, 27, 7 λέγειν κ. μ.; Ptolem., Apotel. 2, 11, 7; 2 Macc 2:30; Jos., Ant. 12, 245) point by point Hb 9:5.—παρὰ μέρος to one side (Appian, Liby. 14 §55 γιγνόμενος παρὰ μ.=going to one side, Bell. Civ. 5, 81 §345; PGM 13, 438 βάλε παρὰ μέρος=‘put to one side’) ὁ λίθος ὑπεχώρησε παρὰ μ. the stone went back to one side GPt 9:37.ⓓ as adv. acc. μέρος τι in part, partly (Thu. 2, 64; 4, 30, 1; X., Eq. 1, 12; SIG 976, 65; 1240, 8 ἤτι μέρος ἢ σύμπαν; 3 Km 12:31) 1 Cor 11:18; τὸ πλεῖστον μ. for the most part (Menand., Fgm. 789 Kö.; Diod S 22, 10, 5) Hs 8, 5, 6; 8, 10, 1. τὸ πλεῖον μ. for the greater part v 3, 6, 4a.② share (Trag. et al.) μ. τι μεταδοῦναι ἀπό τινος give a share of someth. 1:5 (on μέρος ἀπό τινος cp. PStras 19, 5 [105 A.D.] τοῦ ὑπάρχοντος αὐτῷ μέρους ἑνὸς ἀπὸ μερῶν ἐννέα) δώσω αὐτοῖς … μέρος δικαιοσύνης μετὰ τῶν ἁγίων μου I will give them … a share of uprightness with my holy ones i.e. those rescued from perdition will enjoy the same redeemed status as those who are already in the divine presence ApcPt Rainer 6. ἔχειν μ. ἔν τινι have a share in someth. (cp. Synes., Ep. 58 p. 203a οὐκ ἔστι τῷ διαβόλῳ μέρος ἐν παραδείσῳ) Rv 20:6 (Dalman, Worte 103f). ἀφελεῖ ὁ θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς 22:19.— Place (Appian, Bell. Civ. 1, 34 §154 ἐν ὑπηκόων ἀντὶ κοινωνῶν εἶναι μέρει=to be in the place of subjects instead of partners) τὸ μ. αὐτῶν ἐν τ. λίμνῃ their place is in the lake Rv 21:8. ἔχειν μ. μετά τινος have a place with someone J 13:8. τὸ μ. τινὸς μετὰ τῶν ὑποκριτῶν τιθέναι assign someone a place among the dissemblers (hypocrites) Mt 24:51; cp. Lk 12:46. μετʼ αὐτῶν μοι τὸ μ. γένοιτο σχεῖν ἐν (v.l. παρὰ) θεῷ may I have my place with them in (or with) God IPol 6:1. τοῦ λαβεῖν μ. ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων MPol 14:2.—B. 934. DELG s.v. μείρομαι II. M-M. EDNT. TW. Sv. -
4 μέρος
τό1) часть (целого);μέγα μέρος — большая часть;
τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;
συστατικό μέρος — составная часть;
τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;
τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);
τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;
ένα μέρος τού κοινού — часть публики;
του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;
σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;
2) сторона (в разн. знач);στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;
στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;
από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;
παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;
είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;
3) край, местность; сторона (разг);[είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;
στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;
σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;
ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;
4) отхожее место, уборная;5) театр, роль; партия (в опере);αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;
6):τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
§ τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;
εν μέρει — отчасти, частично;
κατά μέρος ( — оставить) в стороне;
(отбросить) в сторону;τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;
άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;
αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;
! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);
τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;
εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;
έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;
προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;
είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;
επί μέρους — частично;
οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)
-
5 μέρος
A share, portion, Pi.O.8.77, Hdt.1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc.;μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B.3.71
;ἔχει δόμων μ. E.Ph. 483
;κτεάνων μ. A.Ag. 1574
(anap.);συμβαλέσθαι τὸ μ. D.41.11
; τὰ μ. τινῶν κομίζεσθαι ibid.;λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μ. Arist. Pol. 1295a3
; of work put out to contract, allotment, IG22.463.7, 26.2 heritage, lot, destiny,μεθέξειν τάφου μ. A.Ag. 507
;ἔχετον κοινοῦ θανάτου μ. S.Ant. 147
(anap.); τοῦτο γὰρ.. σπάνιον μ. is a rare portion, E.Alc. 474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th.2.37.II one's turn,ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt.3.69
;μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id.2.173
; ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων the turn or time for.., A.Ch. 827 (lyr.), cf. Pl.R. 540b; ἀγγέλου μ. his turn of duty as messenger, A.Ag. 291.2 with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E.Ph. 478, Arist.Pol. 1287a17;κατὰ μέρος h.Merc.53
, Th.4.26, etc.; κατὰ μ. λέγειν severally, Pl.Tht. 157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib. 182b; τὰ κατὰ μέρος the particulars, Phld.Sign. 23, D.1.22; τὸ κατὰ μ. ἄστρον ib.3.9; ἐν μέρεϊ in turn, Hdt.1.26, al.; κλῦθί νυν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ., A.Ch. 332 (lyr.), Eu. 198; by turns, in succession, Id.Ag. 332, 1192, Th.8.93;ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg. 819b
; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.5.70, E.Or. 452, Ar.Ra.32, 497, Pl.Grg. 462a; ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ. in and out of turn, X.An. 7.6.36; παρὰ μέρος in turn, by turns,ἄρχειν Plu.Fab.10
, cf. Ant. Lib.30.1, Nicom.Ar.1.8.10, Iamb.in Nic.p.33 P.; [ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl.Inst. 206
(but also, partially, Alciphr.3.66).III the part one takes in a thing,μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E.IT 1299
; ὑμέτερον μ. [ἐστί] c. inf., Pl.La. 180a.2 freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee,ὅσον τὸ σὸν μ. S.OT 1509
, cf. Ant. 1062, Pl.Cri. 45d: abs. as Adv., τοὐμὸν μ. as to me,οὐ καμῇ τοὐμὸν μ. S.Tr. 1215
, cf. E.Heracl. 678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S.OC 1366;τοὐκείνου μ. E.Hec. 989
: rarely,κατὰ τὸ σὸν μ. Pl.Ep. 328e
.IV part, opp. the whole,ὡρέων τρίτατον μ. h.Cer. 399
, etc.; τρίτον κασιγνητᾶν μ., i. e. one of three sisters, Pi.P.12.11;μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th.1.1
; τὰ δύο μ. two-thirds, ib. 104, Aeschin. 3.143, D.59.101;τρία μέρη.., τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam.130.17
J.; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν .. no fraction of.., i. e. infinitesimal compared with.., Isoc.5.43, cf.12.54; ὅσα ἄλλα μ. ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th.2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν.. τὸ τῆς θαλάσσης μ., i. e. the sea as their part of the business, Id.8.46: hence, branch, business, matter, Men.Epit.17, Pk. 107, Plb.1.4.2, 1.20.8, al., PRyl. 127 (i A.D.);τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μ. Pl.Lg. 795e
; division of an army, X.An.6.4.23, etc.; class or party, Th.2.37, D.18.292; of the factions in the circus,πρασίνων μ. POxy.145.2
(vi A.D.); party in a contract or lawsuit, BGU168.24 (ii A.D.), PRein.44.34 (ii A.D.); caste, Str.15.1.39:—special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μ. interpol. in Archim.Aequil.1.13, cf. Euc.1.27, al.: Arith., submultiple, Id.7 Def.3, 4; τὰ μ. the denominators of fractions, Hero *Stereom.2.14: Gramm., μ. τῆς λέξεως part of speech, Arist.Po. 1456b20, D.H.Comp. 2: more freq.μ. λόγου D.T.634.4
, A.D.Pron.4.6, al.; μ. λόγου, also, = word, S.E.M.1.159, Heph.1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr.28.30 (iii B. C.), etc.2 abs. as Adv., μέρος τι in part, Th.4.30, etc.; μέρος μέν τι.., μέρος δέ τι .. X.Eq.1.12; τὸ πλεῖστον μ. for the most part, D.S.22.10.b with Preps.,κατά τι μέρος Pl.Lg. 757e
;κατὰ τὸ πολὺ μ. Id.Ti. 86d
; ἐκ μέρους in part,γινώσκομεν 1 Ep.Cor.13.9
(but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μ. τῶν ὁρίων ib.Nu.20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib.8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μ. for the most part, Hdn.8.2.4; ἀπὸ μέρους in part, Antip.Stoic.3.249, BGU1201.15 (i A.D.), 2 Ep.Cor.2.5;ἐπὶ μέρους Luc.
Bis Acc.2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6;αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id.3.32.10
; πρὸς μέρος in proportion, Th. 6.22, D.36.32.3 ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of.., consider as so and so, ;οὐ τίθημ' ἐν ἀδικήματος μ. D.23.148
; alsoἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id.44.50
; ἐν οὐδενὸς εἶναι μ. to be as no one, Id.2.18;μήτ' ἐν ἀνθρώπου μ. μήτ' ἐν θεοῦ ζῆν Alex.240.2
; ἐν προσθήκης μ. as an appendage, D.11.8;ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id.3.31
;ἐν χάριτος μ. Id.21.165
; τοῦτ' ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μ. ib.166;ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc.9.24
;ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl.R. 424d
; alsoεἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D.23.17
.4 in local sense, district, POxy.2113.25 (iv A.D.).5 in Neo-Platonism, by way of species or element,ἐν μέρει καὶ ὡς στοιχεῖον Dam.Pr. 193
; οὕτω ὁ μέγας Ἰάμβλιχος ἐνόησεν τὸ ἓν ὂν ἐν μέρει ἑκάτερον ib. 176;πάντα μὲν ἅμα, ἐν μέρει δὲ ἕκαστον Plot.3.6.18
. -
6 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
7 ΜΈΡος
ΜΈΡος, τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεϑέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαϑῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ ϑανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῠ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦϑί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένϑη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιϑείς, 556; ἀκούσας σοῠ τε τῆςδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔϑνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προςϑήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταϑέσϑαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσϑαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.
-
8 μερος
- εος τό1) часть, доля(τὰ τοῦ σώματος μέρη Plat.; εἰς ἡμέρας μ. βραχύ Soph.)
μετέχειν τὸ μ. τῶν δεινῶν ὥσπερ τῶν ἀγαθῶν Lys. — делить невзгоды и радости;τὸ τρίτον μ. Thuc. — треть;обычно в — дробях указывается только числитель, а знаменатель подразумевается большим на единицу:τὰ δύο μέρη Thuc. — две трети;τὰ ὀκτὼ μέρη Sext. — восемь девятых;κατὰ τὸ πολὺ μ. и μέγα μ. Plat. — в большой части, значительно;τὸ πλεῖστον μ. Diod. — большею частью;πρὸς μ. Dem. — соразмерно, пропорционально2) сторона, личностьτοὐμὸν μ. Eur. — что касается меня;
3) перен. часть, отношениеκατὰ или περὴ τοῦτο τὸ μ. и ἐν τούτῳ τῷ μέρει Polyb., NT. — в этом отношении
4) роль, значение, положение, тж. должность, местоἐν μέρει τινὸς τιθέναι (λαβεῖν, ποιεῖσθαί) τινα Plat. — считать кого-л. кем(чем)-л.;
ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Dem. — не иметь никакого значения;ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι Thuc. — выдвигаться на почетные места в зависимости от сословного положения;ἐν προσθήκης μέρει Dem. — в качестве придатка;ἐν ἀρετῆς μέρει τιθέναι τι Plat. — считать что-л. добродетелью;ἐν σκώμματος μέρει Aeschin. — в насмешку;ἀγγέλου μ. Aesch. — служба гонца;5) черед, смена(ἐπεὴ δὲ αὐτῆς μ. ἐγένετο Her.)
ἐν (τῷ) μέρει Thuc., Plat., κατὰ μ. Thuc., ἀνὰ μ. Eur. и παρὰ μ. Arst. — по очереди, попеременно;καὴ ἐν τῷ μέρει καὴ παρὰ τὸ μ. Xen. — и в порядке очереди, и вне очереди6) воинская часть, подразделение, отряд Xen.ἐν τοῖς μέρεσι Aeschin. — (находящиеся) на действительной военной службе
7) pl. пределы, территория(τῆς Γαλιλαίας NT.)
-
9 фарватерный
επ.του πλωτού μέρους•фарватерныйые вехи τα όρια του πλωτού μέρους. -
10 παρ-ίημι
παρ-ίημι (s. ἵημι), 1) act., herabsenden, daneben herablassen, παρείϑη μήρινϑος ποτὶ γαῖαν, hing herab zur Erde, Il. 23, 868; τοῦ νεανίσκου τὴν χεῖρα παρεικότος, Clearch. bei Ath. VI, 257 a; – vorbei, vorüberlassen, bes. von der Zeit, ενδεκα ἡμέρας παρέντες, Her. 7, 183. 8, 9; μηδὲ διαμέλλειν καιρὸν παριέντας, Thuc. 4, 27; τοὺς καιρούς, Plat. Rep. II, 374 e u. Folgde; τὸν ἑκάστου καιρὸν οὐ παρεϑέντα, Dem. 18, 303; Pol. 1, 33, 5 u. A.; – τοὺς βαρβάρους εἰς τὴν Ἑλλάδα, Her. 8, 15, zulassen, hineinlassen, wie τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, 9, 1; vorbei- oder durchlassen, wie Eur. ἀπαυδᾷ Ἄδραστον ἐς γῆν τήνδε μὴ παριέναι, Suppl. 468; εἰς τἡν ἀκρόπολιν, Xen. Hell. 5, 2, 29; – üdergehen, unterlassen, vernachlässigen, μὴ παρίει καλά, Pind. P. 1, 165; ὁ δ' οὔτι μέλλων οὐδ' ἀφρασμόνως ὕπνῳ νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος, Aesch. Ag. 282; παρεὶς τάδε, Ch. 912; εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ῆ παρειμένον ἔχεις γεγωνεῖν, Prom. 821; παρῆκα ϑεσμῶν οὐδέν, Soph. Trach. 682; κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληϑείας ἔπος, Ant. 1193; ἄφϑογγός εἰμι καὶ παρεῖσ' ἐῶ στόμα, Eur. Troad. 690; u. in Prosa, τὰ αὐτῶν πλέω παρήσομεν, Her. 1, 177; ὃν τότε παρεῖμεν, Plat. Rep. VI, 503 e; μὴ παρῶμεν αὐτὸ ἄῤῥητον, Legg. VI, 754 a; Folgde; auch c. gen., ὅςτις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρεὶς ζώειν, Soph. O. C. 1212. wie Plat, Phaedr. 253 e; περί τινος, Pol. 2, 59, 3; vgl. Arist. eth. 10, 1, 2, ἥκιστα παρετέον ὑπὲρ τούτων εἶναι δόξειεν ἄν; – c. inf., Plut. Rom. 17 u. sonst; – zulassen, annehmen, συμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 560 d, übertr. gebraucht, vgl. λόγον ἀληϑῆ οὐ προςδεχόμενος, οὐδὲ παριεὶς εἰς τὸ φρούριον, ib. 561 b; dah. παριέναι εἰς τὴν ψυχήν, Plat. phaed. 90 d, eigtl. einen Gedanken ln die Seele ein-, zulassen, d. i. sich überreden; auch erlauben, ἀλλ' οὐδ' ὅτ' αὐτὸς ἤϑελον, παρίεσαν, Soph. O. C. 591; ἀλλὰ παρίημι, φάναι τὸν Φαῖδρον, ἀλλ' ἐρώτα, Plat. Conv. 199 c, vgl. 214 e; Eur. bei Schol. Ar. Vesp. 754 πάρες ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη; c. inf., κόσμον πάρες μοι παισὶ προςϑεῖναι νεκρῶν, Eur. Herc. Fur. 393; vgl. Soph. El. 1482 u. Plat. Conv. 199 b; auch μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι, Soph. O. R. 283; u. mit ὥςτε, O. C. 570, wie Her. 7, 161; – überlassen, τινί, Arist. pol. 7, 14; τὴν ἀρχήν τινι, Plut. Them. 7; Aesch. κράτος μέντοι πάρες γ' ἑκὼν ἐμοί, Ag. 917; in anderer Beziehung, ἑαυτὸν κυ-μάτων δρομήμασιν, Eur. Troad. 688, sich den Wogen überlassen, anvertrauen; – nachlassen, abspannen, τοῦ ποδὸς παριέναι, das Segeltau nachlassen, übertr. nachgeben, weichen, Ar. Equ. 437; u. pass. erschlaffen, γήρᾳ παρειμένος, Plat. Legg. XI, 931 d; ὕπνῳ, Eur. Cycl. 587; κόπου δ' ὕπο παρεῖται, Bacch. 635; von den Leidenschaften, τοὐμὸν παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ, Soph. O. R. 688; γόον, Eur. Suppl. 111; πόϑον, Troad. 645; von der Freude, χαίροντε ὀλίγον παρείϑησαν, Plat. Euthyd. 303 b; auch bei Plut. Eum. 7, πληγεὶς περὶ τὸν τράχηλον ἔπεσε καὶ παρείϑη; Pol. vrbdt τὴν δύναμιν παρελέλυντο καὶ παρεῖντο, 1, 58, 9. – Auch eine Strafe nachlassen, Lycurg. 9; ähnlich συμφοράν, Ar. Ran. 699. – 2) med., bei sich zulassen, οὓς εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, Dem. 15, 15; Pol. 2, 15, 6. – Auch = παραιτοῦμαι, wie es die VLL. erklären, eigtl. Einen auf seine Seite herüberzuziehen, ihn sich zu gewinnen suchen, vgl. Ruhnk. Tim. 207; εἰ δὲ μὴ δοκῶ φρονῶν λέγειν, οὐκ ἂν παρείμην, οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν, Soph. O. C. 1666; vgl. Eur. Med. 892, um Verzeihung bitten, παριέμεσϑα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν; sich ausbitten, οὐδέν σου παρίεμαι, Plat. Rep. I, 341 b; neben δέομαι, Apol. 17 c, vgl. Legg. V, 742 b, wo die vulg. παραιτησάμενος für παρέμενος. – Sp. auch wie im act. überlassen, aufgeben, τὴν στρατηγίαν προςεποιήσατο ἐϑελοντὴς παρεῖσϑαι, D. Cass. 39, 23; παρήκατο, Ggstz von προςεδέξατο, 43, 14; auch vernachlässigen, 60, 2. – Bei den Gramm. ist παρεῖται es »ist ausgelassen und dazu zu verstehen«, Schol. Il. 9, 252.
-
11 πολλοστός
πολλοστός, 1) einer von vielen; πολλ. ὢν τῶν Συρακοσίων, einer von vielen der Syrakusier, d. i. ein gemeiner, geringer Syrakusier, Isocr. 5, 65. Daher gering, klein, ἡδοναί, Plat. Phil. 44 e; bes. τὸ πολλοστὸν μέρος, Lys. 14, 29; πολλ. μέρος, ὧν προςεδοκᾶτε, 19, 38; bes. mit der Negation, οὐδὲ πολλοστὸν μέρος, auch nicht das Geringste, Lys. 14, 46. 19, 34, wie Pol. 15, 11, 10; οὐδὲ πολλ. μέρους ἀξιοῠν, Is. 1, 34. – Auch τὰ πολλοστὰ σκληρότητι, Plat. Phil. 44 e, das am wenigsten Harte. – 2) von der Zeit, πολλοστῷ ἔτει, in den letzten von vielen Jahren, d. i. nach vielen Jahren, πολλοστῷ χρόνῳ, Dem. 24, 196, nach langer Zeit; vgl. Ar. Pax 551 u. Mein. Men. p. 116. – 3) Bei Sp., wie LXX., = πολύς.
-
12 συν-αλγέω
συν-αλγέω, mit oder zugleich Schmerz haben, empfinden, mit leiden; ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσϑι, συναλγῶ, Aesch. Prom. 288; Soph. Ai. 276; πεφόβημαι λιϑόλευστον Ἄρη ξυναλγεῖν μετὰ τοῠδε τυπείς, 248; Eur. Alc. 636 und öfter; Antipho 3 β 8; πᾶσα ἡ κοινωνία ἅμα ξυνήλγησε μέρους πονήσαντος ὅλη, Plat. Rep. V, 462 d. Auch = Mitleid haben, bezeigen, τινί, Plut. consol. ad Apoll. i. A.
-
13 χοῖνιξ
χοῖνιξ, ικος, ἡ, 1) ein Getraidemaaß, so viel wie vier κοτύλαι od. zwei sextarii, d. i. so viel Getreide gewöhnlich als Tageskost auf einen Menschen gerechnet wurde; oft bei Her., s. Wessel. zu 7, 187; Ar. u. Folgde; dah. tägliche Kost, sprichwörtlich ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται, wer mein Kornmaaß anrührt, d. i. wer in meiner Kost steht, Od. 19, 28; ἐπὶ χοίνικος καϑῆσϑαι, sein Brot müßig verzehren, Pythag. Ath. 452 e; vgl. Thuc. 4, 16; Plut. Symp. 7, 4; Ael. V. H. 1, 26; Ath. III, 98, d VI, 272 b; bes. die tägliche Portion der Sklaven, Theocr. 15, 95; Hesych. erkl. χοίνικες αἱ ἀπὸ μέρους τροφαί. – 2) die Büchse am Rade, auch χοινίκη, VLL. – 3) eine Art Fußeisen, hölzerne od. eiserne Fesseln, in welche die Beine gesteckt wurden, αἱ κνῆμαι τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποϑοῦσαι Ar. Plut. 276; χοίνικας παχείας ἔχων καὶ ξύλον Dem. 18, 129. – [Die Angabe des Draco p. 27, 11. 44, 7. 93, 10. 100, 3, ι sei in den dreisylbigen Casus lang, findet sich nirgends bestätigt; sie scheint auf einer Verwechselung mit φοίνιξ zu beruhen.]
-
14 χάραξ
χάραξ, ακος, ὁ, auch ἡ, – 1) Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade, σιδήρου Ath. V, 208; – auch der Weinpfahl, an dem sich die Weinrebe emporrankt, in welcher Bdtg es nach den Gramm. allein fem. war, vgl. aber Lob. Phryn. 61; so Ar. Ach. 948 τὰς χάρακας ἧπτε πολὺ μᾶλλον ἐν τῷ πυρί, wo der Schol. bemerkt τοὺς πεπηγότας καλάμους ἐν τοῖς καλάμοις ἔκαιεν ἤγουν τὰς ἀμπέλους ἀπὸ μέρους; vgl. Schol. zu Ach. 1141 u. Vesp. 1201; τέμνειν χάρακας ἐκ τοῦ Διὸς τεμένους Thuc. 3, 70, vgl. mit Dem. 21, 167; ταῖς χάραξιν ἐπιπλέκων τὰ κλήματα Luc. Philops. 11. – 2) ein mit Pfählen u. Pallisaden umgebener, befestigter Ort, ein verpallisadirtes Lager; Pol. 18, 1,1. 3, 45, 5 u. öfter, u. Sp.; Poll. 9, 15 aus Theophil. com. – 3) ein Schnittling, bes. vom Oelbaume, Theophr. – 4) ein Meerfisch, Opp. Hal. 1, 173. – S. auch nom. pr.
-
15 ΘΑΙΡός
ΘΑΙΡός, ὁ, die Thürangel, Il. 12, 459, VLL. στροφεύς, die nach Hesych. von oben nach unten ging, ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς, Qu. Sm. 3, 27 heißt es πύλας δ' εἰς οὖδας ἔρεισε ϑαιρῶν ἐξερύσας, nachdem er sie aus den Angeln gerissen hatte. – Nach Poll. 1, 144 am Wagen die Eckhölzer, in welche die Seiten des Wagenkastens eingefügt sind, u. die Seitenstücke selbst, = ϑαιραῖα ξύλα, ibd. 253, vielleicht Wagenrungen. – Bei Soph. fr. 538 die Achse des Wagens.
-
16 δουρι-κλυτός
δουρι-κλυτός, speerberühmt; bei Homer öfters von Kriegshelden, z. B. Iliad. 11, 401 Odyss. 15, 544; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 1 Δουρικλυτός, ἀπὸ μέρους, κατὰ τὰς μάχας κλυτός; man könnte auch daran denken, getrennt δουρὶ κλυτός zu schreiben, s. Scholl. Herodian. Iliad. 10, 109; vgl. noch δουρι-κλειτός; – Archil. frg. 50; ἄνδρες Aesch. Pers. 85. wo δουρικλύτοις ἀνδράσι accentuirt wird; vgl. Buttm. Lexil. II p. 254.
-
17 μοιρο-δοκέω
μοιρο-δοκέω, Theil nehmen, Antiph. bei Suid. u. Harpocr., der μέρους μεταλαβεῖν erkl.
-
18 μέτριος
μέτριος, bei den Att. auch 2 Endgn, mäßig, das rechte Maaß habend, haltend, nicht zu groß u. nicht zu klein, nicht übermäßig; αἰών, βίος, Hes. O. 308, ein Leben, das zwischen großem Glück u. großem Unglück die Mittelstraße hält; μέτριον νῦν ἔπος εὔχου, Aesch. Suppl. 1045, mäßig, bescheiden flehe; vgl. ὅςτις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρείς, Soph. O. C. 1214; ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἷς μὴ μέτριος αἰών, Phil. 179, von übergroßem Unglück; vgl. οὐ μέτρια πάσχομεν κακά, Eur. Troad. 717; ὄχλος, χειμών, Ion 635 Troad. 683; τῶν μετρίων τοὔνομα νικᾷ, Med. 125; dah. μέτριος ἀνήρ, Ar. Plut. 245, der auch μέτρια καὶ δίκαια vrbdt, Nubb. 1121; μέτριος πῆχυς, ein mittleres Ellenmaaß, das zwischen zu lang u. zu kurz die Mitte hält, Her, 1, 72; οὔτε τοὺς Ἀϑηναίους ἐπὶ μετρίοις ποιήσοντας ἃ προὐκαλοῦντο, unter mäßigen Bedingungen, Thuc. 4, 22; μετρίᾳ ἐσϑῆτι πρῶτοι ἐχρήσαντο, 1, 6, von den Lacedämoniern gesagt, im Ggstz der üppigen u. weichlichen Kleidung der Ionier; φυλακῇ μετρίᾳ τηρεῖν, ib. 30; τὰ μέτρια ἐπιϑεραπεύειν, was Einem zukommt, das Pflichtmäßige, 8, 84; οἱ τὰ μέτρια διενεχϑέντες werden den μειζόνως ἐχϑροί entggstzt, 1, 19; πρὸς τοὺς ὑπηκόους μέτριοι ὄντες, mäßig, billig, gerecht, 1, 77; vgl. Pol. 8, 21, 8; μέτριος λόγος, χρόνος u. vgl., Plat. Phil. 32 a Rep. V, 460 c u. Folgde, gew. als Lob, der sich immer in der rechten Mitte hält, sich nicht durch Leidenschaft über das rechte Maaß hinausführen läßt, u. daher im Freistaat der gute Bürger, der sich nicht über seine Mitbürger od. über die Gesetze erhebt; μέτριος τὸν τρόπον, Din. 2, 8; μ. καὶ φιλάνϑρωπος, Dem. 21, 185; σώφρονα καὶ μέτριον πρὸς τὴν δίαιταν, im Ggstz von ἀσέλγεια τῆς δαπάνης, Aesch. 3, 170; Pol. vrbdt μέτριοι καὶ πραεῖς καὶ φιλάνϑρωποι, 18, 20, 7; τὰ μέτρια καὶ τὰ ἀναγκαῖα, 1, 18, 11; auch τὰ μέτρια τῶν ἀξιουμένων, billige Forderungen, 26, 1, 2; Plut. vrbdt πράξεις τὸ μέτριον καὶ τὸ χρήσιμον ἡμῖν ἐχούσας, de virt. moral. 4; μέτριος καὶ ἰσότιμος, Hdn. 2, 4, 18; neben ἐπιεικής, Luc. Vit. auct. 26. – Adv. μετρίως, mäßig, καὶ σωφρόνως πράττειν, Plat. Rep. III, 399 b; μετριώτατα τῇ ψυχῇ προςφέρειν, im richtigsten Maaße, 412 a; hinreichend, δοκεῖ μοι δεδηλῶσϑαι μετρίως, Phaedr. 277 b, öfter; aber μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι ist = angemessen, passend, 236 a u. öfter; καὶ οἶμαι αὐτὰ μετρίως ἔχειν, Apol. 39 b; μετρίως προειρῆσϑαι, Aesch. 1, 3; μετρίως φέρειν τι, geduldig, Pol. 3, 85, 9 u. a. Sp.
-
19 θάτερον
θάτερον (genauer ϑἄτερον geschrieben), τό, att. = τὸ ἕτερον, wie ϑάτερα = τὰ ἕτερα imasc. ἅτερος, ϑἀτέρου, ϑἀτέρῳ, gew. ohne die Koronis geschrieben, erst Sp. sagen ϑάτερος, von Thom. Mag. getadelt, vgl. Luc. Pseudol. 291; δυοῖν λόγοιν σε ϑατέρῳ δωρήσομαι Aesch. Prom. 780; ἢ ϑάτερον δεῖ δυςτυχεῖν ἢ ϑάτερον Eur. Ion 849; oft bei Plat., Ggstz ταὐτόν Soph. 254 d. Bes. ἐπὶ ϑάτερα, auf die andere, entgegengesetzte Seite, τοτὲ μὲν ἐπὶ ϑάτερα, τοτὲ δ' ἐπὶ ϑάτερα τοὺς λόγους ἕλκων, bald hier-, bald dorthin, Soph. 259 c; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ ϑάτερα, von der entgegengesetzten Seite her, Prot. 314 e, wie Thuc. 7, 37; Xen. An. 5, 4, 10, oft; Sp., ἐκ μὲν ϑατέρου μέρους, ἐκ δὲ ϑατέρου, Pol. 5, 46, 1. Euphemistisch für κακόν, wie Dem. 22, 12 sagt ἀγαϑὰ ἢ ϑάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῦρον; vgl. Plat. Euthyd. 280 e Phaed. 114 e.
-
20 ἀμόθεν
ἀμόθεν, att. ἁμόϑεν, irgend woher, Hom. einmal, Od. 1, 10 τῶν ἁμόϑεν γε, ϑεὰ ϑύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν, = ἀπό τινος μέρους τούτων, von irgend einem Puncte dieser Begebenheiten anfangend, Scholl. u. Apoll. lex. Hom. 28, 16 Etymol. m. 95, 22 Hesych. s. v.; – ἁμόϑεν γέ ποϑεν Plat. Legg. VII, 798 b, von woher es auch sei, wie Gorg. 492 d (Schol. ὅπως δήποτε); vgl. Opp. C. 401.
См. также в других словарях:
μέρους — μέρος share neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek